- ἐλπίς
- ἐλπίς, ίδος (ϝελπίς): hope; ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα, ‘share’ of hope, the ‘boon’ of hope, ‘room’ for hope, Od. 19.84.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐλπίς — hope fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελπίς — I Θεότητα, προσωποποίηση της ελπίδας στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Ε., μαζί με την Τύχη και την Ειρήνη, ήταν κόρες του Δία και της Πίστης. Ο Ησίοδος την αναφέρει στον μύθο της Πανδώρας, η οποία, αφού άνοιξε τον πύξο απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Ἐλπὶς γὰρ ἡ βόσκουσα τοὺς πολλοὺς βροτῶν. — См. Надеючись и живут, и мрут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἐλπίδα — ἐλπίς hope fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπίδας — ἐλπίς hope fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπίδες — ἐλπίς hope fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπίδεσιν — ἐλπίς hope fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπίδεσσι — ἐλπίς hope fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπίδεσσιν — ἐλπίς hope fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπίδι — ἐλπίς hope fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπίδος — ἐλπίς hope fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)